Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… … Dictionary of Greek
δορυφόρος — I (Αστρον.). Κάθε ουράνιο σώμα που περιφέρεται γύρω από έναν πλανήτη και υπακούει στους ίδιους νόμους της ουράνιας μηχανικής που ρυθμίζουν την κίνηση των πλανητών. Τους νόμους αυτούς προσδιόρισε o Γερμανός αστρονόμος Γιοχάνες Κέπλερ. Εξαιτίας… … Dictionary of Greek
κιθάρα — Έγχορδο μουσικό όργανο, που παίζεται με νύξη των χορδών. Η σύγχρονη κ. διαθέτει ένα επίπεδο ηχείο, που έχει το σχήμα του αριθμού οκτώ. Η εμπρόσθια όψη του ηχείου φέρει μία κυκλική οπή στο κέντρο και ένα κάθετο, ξύλινο τμήμα προς τα πίσω, που… … Dictionary of Greek
Βέμπερ, Καρλ Μαρία Φρίντριχ φον- — (Karl Maria Friedrich von Weber, Όιτιν, Όλντεμπουργκ 1786 – Λονδίνο 1826). Γερμανός συνθέτης. Τα πρώτα στοιχεία μουσικής τα διδάχτηκε από τον πατέρα του Φρανς Άντον (θείο της γυναίκας του Μότσαρτ, Κωνσταντίας Βέμπερ), πρώην αξιωματικό, που… … Dictionary of Greek
Βίλαντ, Κρίστοφ Μάρτιν — (Christoph Martin Wieland, Ομπρχολτσχάιμ, Μπίμπεραχ 1733 – Βαϊμάρη 1813).Γερμανός συγγραφέας. Σπούδασε νομικά στο Τίμπινγκεν και το 1751 έγραψε το διδακτικού περιεχομένου μικρό ποίημά του Η φύση των πραγμάτων (Die Natur der Digne).Στην Ελβετία,… … Dictionary of Greek
Κωτσόπουλος, Θάνος — (Αθήνα 1911 – 1993). Ηθοποιός του θεάτρου και συγγραφέας. Σπούδασε αρχικά φιλολογία και εργάστηκε στην Εθνική Βιβλιοθήκη. Η γνωριμία του με τον Φώτο Πολίτη ήταν η αφορμή για να ασχοληθεί με το θέατρο. Τελείωσε με άριστα τη δραματική σχολή του… … Dictionary of Greek